προσεπέλεγον

προσεπέλεγον
πρός , ἐπί-λέγω 1
lay
imperf ind act 3rd pl
πρός , ἐπί-λέγω 1
lay
imperf ind act 1st sg
πρός , ἐπί-λέγω 3
lay
imperf ind act 3rd pl
πρός , ἐπί-λέγω 3
lay
imperf ind act 1st sg
πρόσ-ἐπιλέγω
say in connexion with
imperf ind act 3rd pl
πρόσ-ἐπιλέγω
say in connexion with
imperf ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσεπιλέγω — ΝΑ [ἐπιλέγω] νεοελλ. (μόνο μέσ.) προσεπιλέγομαι παρονομάζομαι, τιτλοφορούμαι επί πλέον, προσεπικαλούμαι αρχ. 1. λέω κάτι επιπροσθέτως, προσθέτω κάτι στον λόγο μου («προσεπέλεγον ὅτι πᾱν ὑπομενοῡσιν, εἰ πάντως τοῡτο κέκριται Ῥοδίοις», Πολ.) 2. μέσ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”